- θήραρχος
- θήραρχοςcommander of two elephantsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θήραρχος — θήραρχος, ὁ (Α) ο οδηγός ελεφάντων, αυτός που διαθέτει και εξουσιάζει ελέφαντες κατά τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αρχος (< αρχός< άρχω), πρβλ. έπ αρχος, ταξί αρχος] … Dictionary of Greek
THERARCHUS — Graece Θήραρχος, dicebatur olim, qui duobus elephantis in bello praeerat, unde Θηραρχία eius σύςημα. Sic Ζώαρχος, qui uni; Ε᾿πιθηράρχης, qui quatuor; Ι᾿λάρχης, qui octo; Ε᾿λεφαντάρχης, qui sedecim; et Κερατάρχης, qui triginta duobus, erat… … Hofmann J. Lexicon universale
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek
θηραρχία — θηραρχία, ἡ (Α) [θήραρχος] 1. η οδήγηση και επιστασία θηρίων, κυρίως ελεφάντων κατά τον πόλεμο 2. το αξίωμα τού θηράρχου … Dictionary of Greek